Κάθε φορά που πάω στο χωριό μου, τα ίδια παθαίνω. Λες και δεν ξέρω τί θα πει υψόμετρο.
Κόντεψε να βελάξει το προβατίσιο σουβλάκι απ' το κροτάλισμα των δοντιών μου. Το οποίο κροτάλισμα δεν οφειλόταν στην πείνα μου ούτε στην δεδομένη νοστιμιά του ντόπιου κρέατος, αλλά στο κρύο.
Άνοιξα τη βαλίτσα μου, το πιο χειμωνιάτικο ρούχο ήταν το τζιν παντελόνι και ένα σάλι για τη δροσούλα. Ωιμέ! Tο παλτό μου έπρεπε να πάρω. Ποια δροσούλα! Μόλις έπεφτε ο ήλιος, έκανε τόσο κρύο, που απορώ γιατί ο κόσμος πάει θάλασσα να βρει δροσιά, και δεν παίρνει τα όρη, τ' άγρια βουνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου